παρατραβώ — παρατράβηξα, παρατραβήχτηκα, παρατραβηγμένος 1. μτβ., τραβώ, σέρνω, έλκω υπερβολικά: Το παρατράβηξες το σκοινί και κόπηκε. 2. παρατείνω χρονικά, μεγαλώνω τη διάρκεια: Την παρατραβήξαμε την επίσκεψη. 3. αμτβ., διαρκώ πολύ χρόνο: Παρατράβηξε η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρατράβηγμα — το [παρατραβώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατραβώ, υπερβολική έλξη, υπερβολικό τέντωμα ή τράβηγμα 2. (για χρόνο) υπερβολική παράταση χρόνου … Dictionary of Greek
εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
περιέλκω — ΜΑ 1. έλκω, τραβώ κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί («περιέλκω τινὰ ὡς ἀνδράποδον», Φιλόστρ.) 2. περισπώ, αποσπώ την προσοχή («πάλαι με περιέλκεις κύκλῳ», Πλάτ.) μσν. μεταστρέφω αρχ. 1. παρατραβώ, επιμηκύνω 2. ανατρέπω επιχείρημα 3. φρ. «περιέλκειν… … Dictionary of Greek
παρατραβάω — (σπάν. παρατραβώ), παρατράβηξα, παρατραβηγμένος βλ. πίν. 66 Σημειώσεις: παρατραβάω : η μτχ. παρατραβηγμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο, για να χαρακτηρίσει κάτι ως υπερβολικό, παράλογο, εξωπραγματικό … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πολυτεντώνω — πολυτέντωσα, πολυτεντώθηκα, πολυτεντωμένος, τεντώνω πάνω απ όσο πρέπει, παρατραβώ: Μην πολυτεντώνεις το σκοινί (απόφευγε τις ακρότητες) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)